τρώγων

τρώγων
ο, Ν
ζωολ. γένος και γενική ονομασία πτηνών τής τάξης τρωγοντόμορφα με 35 είδη τών τροπικών περιοχών που συγκροτούν τη μοναδική οικογένεια τρωγοντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trogon < τρώγων, μτχ. ενεστ. τού ρ. τρώγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρώγων — τρώγω gnaw pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγον(τ)ίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εξωτικών πτηνών τής τάξης τρωγοντόμορφα με τυπικό το γένος τρώγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trogonidae < trogon < τρώγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • κόλλιξ — κόλλιξ, ικος, ὁ (Α) 1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.) 2. χάπι, καταπότιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»] …   Dictionary of Greek

  • τρωγον(τ)όμορφα — τα, Ν ζωολ. τάξη εξωτικών πτηνών τών τροπικών χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. trogoniformes < trogon (< τρώγων, οντος) + iformes (< λατ. i + formis < λατ. forma, ae «μορφή»), πρβλ. μορφα (ουδ. τού μορφος < μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”